χίδρυ

χίδρυ
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. τού καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. τής οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. τού Ησύχ.: χίδαλον, χίδαδον, χιδά, χιδαλέον, οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην περίπτωση αυτή, οι σημ. τών χίδαλον
ἀντὶ τοῦ < κίδαλον>- τὸ αἰδοῖον και χίδαδον
τὸ παιδίον θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο τ. χίδρυ έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη σχέση μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «σιτάρι» τού τ. χῖδρον πρβλ. τη χρήση τής λ. κριθή* για να δηλωθεί το ανδρικό μόριο). Η σύνδεση τών τ. χιδά
φρικτή και χιδαλέον·...πεφρικός με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. χῖδρον «σιτάρι» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια αναφορά στα ανορθωμένα στάχια τού σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών παραπάνω τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η σύνδεση, τέλος, τών τ. αυτών με τον τ. τού Ησύχ. κίδαλον
κρόμμυον είναι μάλλον παρετυμολογική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χίδαδον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ παιδίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ] …   Dictionary of Greek

  • χίδαλον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῡ < κίδαλον> τὸ αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ] …   Dictionary of Greek

  • χιδάν — Α (κατά τον Ησύχ.) «χειμάζεσθαι. δειλιᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται, πιθ. με τη λ. χίδρυ*] …   Dictionary of Greek

  • χιδαλέον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”